Τα Parrot finches είναι μικρά πολύχρωμα πουλάκια, ανήκουν στην οικογένεια των Estrildidae και στο γένος Erythrura. Στο φτέρωμα τους επικρατεί το πράσινο χρώμα, όπως στους περισσότερους παπαγάλους, για το λόγο αυτό πήρανε την ονομασία τους Parrot (Παπαγάλος). Το πράσινο χρώμα του φτερώματος συνήθως συνδυάζεται με έντονο κόκκινο, μπλε και καμιά φορά κίτρινο χρώμα.
Το μέγεθός τους είναι από 9 μέχρι 15 εκατοστά. Μερικά είδη, έχουν τετραγωνισμένη ουρά, ενώ σε άλλα τα δύο κεντρικά φτερά της ουράς είναι μυτερά.
Κατάγονται από την Αυστραλία και την Ινδονησία και τα τμήματα της Νέας Γουινέας.
Ζουν σε σμήνη μέχρι 100 άτομα σε
ανοιχτές εκτάσεις, περνώντας περισσότερο χρόνο στο γρασίδι, σε χαμηλούς θάμνους και πυκνά μικρά δέντρα. Συνήθως δεν απομακρύνονται πολύ από τα δέντρα ή τους θάμνους για να κρυφτούν μέσα σ’ αυτά σε περίπτωση κινδύνου.
Πολύ σπάνια μπορείτε να τα ανακαλύψετε στη φύση, επειδή κρύβονται καλά και με τον παραμικρό κίνδυνο, εξαφανίζονται αμέσως. Συνήθως η παρουσία τους αποκαλύπτεται από τα σφυρίγματά τους.
Κατά την περίοδο αναπαραγωγής, τα ζευγάρια απομακρύνονται από τα σμήνη και
ζουν χωριστά από τα υπόλοιπα πουλιά προστατεύοντας το χώρο τους.
Ζουν σε τροπικό κλίμα σε μεσαίες θερμοκρασίες 24-32 βαθμούς
Kελσίου σε ύψος 800 μέτρων από τη θάλασσα. Όμως υπάρχουν περιοχές που ζουν και αναπαράγονται σε ύψος 2400 μέτρων. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι τα πουλιά αυτά μπορούν να προσαρμοσθούν σε συνθήκες σχετικά δύσκολες για το είδος τους και να αντέξουν σε σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες.
Τα πουλιά της οικογένειας Erythrura, περιλαμβάνουν 12 είδη Parrotfinch.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα Gouldian
Finches.
Τα Blue Faced Parrot Finch, εισήχθησαν στη Γερμανία για πρώτη φορά το 1886 και την επομένη χρονιά, οι εκτροφείς, ήδη πήρανε τα πρώτα θετικά αποτελέσματα στην εκτροφή τους. Η προσαρμογή τους στις καινούριες συνθήκες, γίνεται χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα.
Τα περισσότερα είδη της οικογένειας των Erythrura έχουν κοινά χαρακτηριστικά, όσον αφορά τη διατροφή, τη διαμονή, την αναπαραγωγική, αλλά και την κοινωνική τους συμπεριφορά.
|